- κολικός
- colique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κολικός, -ή, -ό — κολικός, ή, ό,1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κόλο του παχιού εντέρου: Οι αρτηρίες αυτές λέγονται κολικές. 2. το αρσ., κολικός ως ουσ., σημαίνει οξύ πόνο που εμφανίζεται περιοδικά στο παχύ έντερο. 3. κάθε οξύς πόνος στα διάφορα όργανα του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολικός — Βλ. λ. κωλικός. * * * ἡ, ὁ 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κόλον τού παχέος εντέρου (α. «κολικές αρτηρίες» β. «κολικές καμπές» γ. «κολικές ταινίες») 2. το αρσ. ως ουσ. ο κολικός ιατρ. βλ. κωλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κωλικός] … Dictionary of Greek
κωλικός — Κοιλιακός πόνος μεγάλης έντασης, που οφείλεται σε σπασμό ενός κοίλου σπλάχνου· ο εντοπισμός και η αντανάκλασή του εξαρτώνται από το ενεχόμενο όργανο. Ο σπασμός των χοληφόρων οδών προκαλεί, για παράδειγμα, τον αποκαλούμενο κ. του ήπατος, κατά τον… … Dictionary of Greek
εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… … Dictionary of Greek
κοιλιοστροφία — κοιλιοστροφία, ἡ (Α) κολικός τού εντέρου, οδυνηρή συστροφή τών εντέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + στροφία (< στρόφος < στρόφος < στρέφω), πρβλ. ποδο στροφία, χορδο στροφία] … Dictionary of Greek
κοιλόπονος — ο 1. ο πόνος τής κοιλιάς, ο πονόκοιλος 2. κολικός, κολικόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ ιά + πόνος (πρβλ. κεφαλό πονος, στομαχό πονος)] … Dictionary of Greek
περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… … Dictionary of Greek
κολικόπονος — ο 1. κολικός. 2. γενικότερα, πόνος αισθητός στην κοιλιά και μάλιστα στα έντερα, κοιλόπονος: Με έπιασε ένας φοβερός κολικόπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)